dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αιχμάλωτος πολέμου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kriegsgefangener
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αιχμάλωτος πολέμου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kriegsgefangene
Ⓦ
Ⓖ
…